ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ
1430-1912
Η περιοχή της Ηπείρου και το Μέτσοβο κατακτούνται από τους Οθωμανούς περίπου στα μέσα του 15ου αιώνα. Το Μέτσοβο εντάσσεται στο σαντζάκι (διοικητική περιφέρεια) των Τρικάλων και, από τα μέσα του 19ου αιώνα, στο πασαλίκι των Ιωαννίνων. Θα παραμείνει εκεί έως το 1912 όταν, με τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, θα τεθεί τέλος στην οθωμανική κυριαρχία. Κατά την περίοδο αυτών των πέντε αιώνων, η βλαχόφωνη ορεινή κοινωνία του Μετσόβου συμμετέχει στην οικονομική ζωή της αχανούς αυτοκρατορίας, καταβάλλοντας τους επιβεβλημένους από την κεντρική διοίκηση φόρους και αναπτύσσοντας εμπορικές σχέσεις με ένα ευρύτατο δίκτυο κέντρων, το οποίο περιλαμβάνει την ίδια την Κωνσταντινούπολη αλλά και υπερβαίνει τα σύνορα του οθωμανικού κράτους. Ταυτόχρονα το Μέτσοβο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της οθωμανικής διοικητικής και στρατιωτικής οργάνωσης, κάποτε μάλιστα ως έδρα Οθωμανών αξιωματούχων. Οι αλλαγές που συμβαίνουν στην αυτοκρατορία, ιδιαίτερα οι οθωμανικές μεταρρυθμίσεις τον 19ο αιώνα, επηρεάζουν αναπόφευκτα και την εξέλιξη της μετσοβίτικης κοινωνίας και οικονομίας. Από τα μέσα του 19ου αιώνα το Μέτσοβο γνωρίζει μεγάλη οικονομική άνθηση, αναπτύσσεται η εκπαίδευση και κατασκευάζονται έργα κοινής ωφέλειας χάρη στα κληροδοτήματα των ευεργετών.Στις 9 Οκτωβρίου 1430 τα Ιωάννινα παραδίδονται στον Σινάν πασά, μπεηλέρμπεη (διοικητή) της Ρούμελης. Είναι η αρχή της οθωμανικής κυριαρχίας σε μεγάλο μέρος της Ηπείρου.
Με τον όρο «Ρούμελη» περιγραφόταν μια μεγάλη διοικητική περιφέρεια που γεωγραφικά ταυτιζόταν με τη Βαλκανική χερσόνησο. Επρόκειτο στην ουσία για τις οθωμανικές κτήσεις στα Βαλκάνια. Η λέξη σημαίνει «χώρα των Ρωμαίων», δηλαδή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία αποκαλούσε τον εαυτό της «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία». Στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι χριστιανοί κάτοικοι των Βαλκανίων ονομάζονταν «Ρουμ», από όπου προέρχεται και η ονομασία «Ρωμιοί».
Σύμφωνα με οθωμανική απογραφή του 1454-55, το Μέτσοβο με άλλους έξι οικισμούς (πιθανόν: Μηλιά, Ανήλιο, Βουτονόσι, Δερβεντίστα / Ανθοχώρι, Κουτσούφλιανη / Πλατάνιστος και Μαλακάσι), με τους οποίους σχηματίζει ένα είδος «κοινότητας» (Χωρίον Μετσόβου), υπάγεται ως τιμάριο του Ομέρ μπέη στο σαντζάκι (διοικητική περιφέρεια) και τον καζά (επαρχία) Τρικάλων. Συνολικά καταγράφονται 700 φορολογήσιμες οικογένειες, 41 χήρες και 52 άγαμοι.
Η επαρχιακή διοίκηση του οθωμανικού κράτους στηριζόταν σε συγκεκριμένους πολιτικούς και δημοσιονομικούς μηχανισμούς. Η ορολογία των διοικητικών διαιρέσεων καθώς και η γεωγραφική τους ταυτότητα διαφοροποιήθηκαν μέσα στους αιώνες. Τα σαντζάκια ήταν υποδιαιρέσεις του εγιαλετιού, που ήταν μια μεγάλη περιφέρεια, όπως η Ρούμελη. Ο διοικητής του σαντζακιού ονομαζόταν «σαντζάκμπεης».
Στις 17 Μαΐου 1617 ο Νικόλαος Μπασδάνης ή Βλαχονικόλας από το Μέτσοβο, που είχε ασπαστεί το Ισλάμ και επέστρεψε στον χριστιανισμό, θανατώθηκε στα Τρίκαλα. Θα αναγνωριστεί ως νεομάρτυρας και προς τιμή του θα κατασκευαστεί στο Μέτσοβο, το 1800, μικρό παρεκκλήσι προσκολλημένο στο Μοναστήρι Αγίου Νικολάου.
Το 1659 χορηγούνται φορολογικά και πολιτικά προνόμια από τον Σουλτάνο Μεχμέτ Δ΄ λόγω των υπηρεσιών που προσφέρουν οι Μετσοβίτες ως «ντερμπεντζήδες» (φύλακες του δερβενίου / ορεινής διάβασης). Οι κάτοικοι της περιοχής του Μετσόβου απαλλάσσονται από τους τακτικούς και έκτακτους φόρους που πληρώνουν οι χριστιανοί υπήκοοι άλλων περιοχών, με τον όρο να προκαταβάλλουν κάθε έτος κατ’ αποκοπήν τον αναλογούντα φόρο.
Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, ο Κυριάκος ή Κύργος Φλόκας συνέβαλε καθοριστικά ώστε να χορηγηθεί από τους Οθωμανούς προνoμιακό καθεστώς στην περιοχή, χάρη στην εύνοια κάποιου Μεγάλου Βεζίρη, ο οποίος τον αντάμειψε επειδή ο Μετσοβίτης αρχιτσέλιγκας τον είχε κρύψει και προστατεύσει όταν ο Βεζίρης* είχε πέσει στη δυσμένεια του Σουλτάνου και κινδύνευε να εκτελεστεί.
*Ο Μεγάλος Βεζίρης ήταν ένα είδος «πρωθυπουργού» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επικεφαλής του αυτοκρατορικού συμβουλίου (Ντιβάνι), με τη μεγαλύτερη εξουσία μετά τον Σουλτάνο.
Το 1659 ιδρύεται η Εξαρχία Μετσόβου, η οποία εποπτεύεται απευθείας από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
Οι εξαρχίες ήταν εκκλησιαστικές περιφέρειες που υπάγονταν απευθείας στον Οικουμενικό Πατριάρχη και δεν εντάσσονταν στο σύστημα των Μητροπόλεων. Ο Πατριάρχης εκχωρούσε συνήθως σε λαϊκούς τις εξαρχίες, με δικαίωμα να καρπώνονται τις εκκλησιαστικές εισφορές και με καθήκον να ασκούν την πνευματική διοίκηση των χριστιανών. Ο θεσμός της πατριαρχικής εξαρχίας εμφανίζεται τον 14ο αιώνα, επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εξαπλώνεται επί οθωμανικής κυριαρχίας και καταργείται τον 19ο αιώνα.
Το έτος ίδρυσης της Εξαρχίας Μετσόβου δεν τεκμηριώνεται από πατριαρχικά έγγραφα. Το πρώτο σχετικό κείμενο με αναφορά στην Εξαρχία Μετσόβου χρονολογείται από το 1808. Είναι επομένως πιθανό η Εξαρχία να είχε ιδρυθεί και πριν από το 1659.
Από τον 17ο αιώνα το Μέτσοβο διοικείται από βοϊβόδα (υψηλόβαθμο Οθωμανό αξιωματούχο).
Τον 17ο αιώνα εισάγεται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ο θεσμός του «μουκατά»: ένα πρόσωπο που δεν ανήκε στην τιμαριωτική ιεραρχία είχε τη δυνατότητα να εισπράττει τους φόρους μιας περιοχής, προκαταβάλλοντας στο κρατικό ταμείο ένα προκαθορισμένο χρηματικό ποσό. Ο μισθωτής αυτός των φόρων της περιοχής γινόταν ταυτόχρονα και ο διοικητής της. Όταν η περιοχή ήταν καζάς, ο διοικητής ονομαζόταν «βοϊβόδας». Γι’ αυτό και το Μέτσοβο το διοικεί, από τον 17ο αιώνα, βοϊβόδας.
Το 1719 δημιουργείται από τους Γάλλους αποθήκη βλάχικων προϊόντων στο Μέτσοβο, με στόχο το εξαγωγικό εμπόριο.
Ο Γάλλος περιηγητής Pouqueville αναφέρει ότι από την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ΄ (17ος αι.) οι Γάλλοι προμηθεύονταν μαλλί και δέρματα από τους Βλάχους. Από τον 18ο αιώνα το εξωτερικό εμπόριο βρίσκεται σε ακμή, και Μετσοβίτες έμποροι είχαν εμπορικούς οίκους σε Βενετία, Νάπολη, Τεργέστη, Μασσαλία, Βιέννη, Μόσχα, Οδησσό, Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Σέρρες και Αλεξάνδρεια. Το Μέτσοβο γίνεται εμπορικό κέντρο, μεγαλύτερης σημασίας από τα Ιωάννινα.
Στις 25 Μαΐου 1759 ιδρύεται επίσημα το Ελληνοσχολείο στο Μέτσοβο, με κληροδότημα του Στέριου Στάνου.
«Ελληνοσχολεία» ονομάζονταν σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, συνήθως όμως το ίδιο Ελληνοσχολείο περιελάμβανε και δημοτικό. Στο Μέτσοβο λειτουργούσαν σχολεία και πριν από αυτή τη χρονολογία, τουλάχιστον από τις αρχές του 19ου αιώνα, ωστόσο το 1759 τοποθετείται η επίσημη ίδρυση του Ελληνοσχολείου: τότε δόθηκε η άδεια από τις οθωμανικές αρχές για την επισκευή της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής, στα κελλιά της οποίας στεγάστηκε το σχολείο ώς το 1817. Το πρώτο αυτό σχολείο είχε ένα δάσκαλο και δύο υποδιδασκάλους και συντηρούνταν από το κληροδότημα του Στάνου, το απόθεμα της Μονής του Αγίου Νικολάου και άλλα ευεργετήματα Μετσοβιτών.
Επιστολή του 1766, σχετικά με την πρόσληψη του δασκάλου Τριαντάφυλλου Κύρκου Στάνου, αναφέρει: «…οι υπογραφόμενοι ιερείς τε και προεστώτες της χώρας ταύτης μετζόβου, συνεφωνήσαμε σήμερον με τον κυρ τριαντάφυλον κύρκου στάνου να σταθεί διδάσκαλος των ελληνικών μαθημάτων, επτά ολόκληρους χρόνους».
Το 1787 ο Αλή πασάς γίνεται διοικητής (Derbendler) στο σαντζάκι των Τρικάλων, όπου ανήκε το Μέτσοβο, και εν συνεχεία πασάς των Ιωαννίνων.
Ο Αλή Πασάς Τεπελενλής (1741-1822) κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα «κράτος εν κράτει» και να κυριαρχήσει στο μεγαλύτερο μέρος των δυτικών οθωμανικών επαρχιών, εκμεταλλευόμενος την αδυναμία της Υψηλής Πύλης. Στο απόγειο της δύναμής του, έφθασε να εξουσιάζει μια ευρύτατη περιοχή που περιελάμβανε μεγάλο μέρος της σημερινής Αλβανίας και της σημερινής Ελλάδας. Ηγέτης χαρισματικός, συγκέντρωσε στα χέρια του αμύθητο πλούτο και κατόρθωσε να οργανώσει ισχυρό στρατό και μια αποτελεσματική διοικητική μηχανή. Ανεκτικός προς τις άλλες θρησκείες, χρησιμοποίησε πολλούς χριστιανούς σε ανώτερες στρατιωτικές και διοικητικές θέσεις.
Το 1795 ο Αλή πασάς μισθώνει τον μουκατά (φορολογική ενότητα) της Χώρας Μετσόβου. Χωρίς αυτό να σημαίνει αλλαγή του ισχύοντος φορολογικού καθεστώτος, ο Αλή πασάς επιβάλλει σημαντικές οικονομικές επιβαρύνσεις στους Μετσοβίτες.
Το 1818 η Εξαρχία Μετσόβου εκχωρείται στη Σχολή ελληνικών γραμμάτων (Ελληνοσχολείο) του Μετσόβου.
Από τότε, έξαρχος δεν είναι πλέον φυσικό πρόσωπο (ένα άτομο) αλλά νομικό πρόσωπο (η Σχολή). Οι έφοροι της Σχολής εξέλεγαν ένα πρόσωπο που ασκούσε τα καθήκοντα του εξάρχου και διοικούσε για λογαριασμό τους. Με τον τρόπο αυτό, η εξαρχία ανήκει στο εξής στον έλεγχο των κατοίκων του Μετσόβου.
Πυρκαγιά καταστρέφει το Ελληνοσχολείο, που είχε κτιστεί με το ευεργέτημα του Δημ. Ζαμάνη, και τη βιβλιοθήκη. Καίγονται 4.000 βιβλία και χειρόγραφα. Μετά την καταστροφή, το σχολείο λειτουργεί στα κελλιά του ναού της Αγίας Παρασκευής.
Μέσα στον 19ο αιώνα λειτουργούσαν στο Μέτσοβο πέντε σχολεία: ένα νηπιαγωγείο, ένα παρθεναγωγείο, δύο δημοτικά (το κεντρικό και του Αγίου Δημητρίου) και ένα σχολαρχείο με δύο γυμνασιακές τάξεις.
Περίπου το 1850 το Μέτσοβο γίνεται έδρα μουδίρη (διοικητή ναχιγιέ).
Ο ναχιγιές ήταν υποδιαίρεση του βιλαετιού ή του καζά και είχε μεγαλύτερη εδαφική ομοιογένεια. Οι ναχιγιέδες απέκτησαν σχετική διοικητική αυτοτέλεια κατά την περίοδο των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων και η διαχείρισή τους ανατέθηκε σε μουδίρηδες.
Πεθαίνει στη Χαλκίδα ο Νικόλαος Στουρνάρας, που συγκαταλέγεται μεταξύ των εθνικών ευεργετών της Ελλάδας.
Ο Νικόλαος Στουρνάρας γεννήθηκε το 1806 στο Μέτσοβο. Ήταν ανιψιός, από αδελφή, του εθνικού ευεργέτη Μιχαήλ Τοσίτσα. Μόλις τελείωσε τις σπουδές του στην ιδιαίτερη πατρίδα του, μετέβη στο Λιβόρνο της Ιταλίας όπου εργάστηκε στον εμπορικό οίκο των Τοσίτσα. Κατόπιν εστάλη στο Παρίσι για σπουδές στη Σχολή Εμπορίου και Βιομηχανίας. Μετά την αποπεράτωση των σπουδών του, εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια ως βοηθός του θείου του Μιχαήλ Τοσίτσα και στη συνέχεια ως διευθυντής του εμπορικού οίκου των Τοσίτσα. Προέβη στην αγορά μεγάλων κτημάτων στη Φθιώτιδα και παράλληλα έκανε σημαντικές δωρεές σε εκπαιδευτικά ιδρύματα και φιλανθρωπικά καταστήματα της Αλεξάνδρειας, των Αθηνών, καθώς και για τη θεμελίωση σχολείου στο Μέτσοβο. Το 1853 ήρθε στην Ελλάδα, για να ασχοληθεί με αναπτυξιακά έργα, όπου και πέθανε αιφνιδίως. Στη διαθήκη του αφήνει σημαντικά ποσά για αγαθοεργούς σκοπούς, για τα σχολεία του Μετσόβου και της Αλεξάνδρειας και για την ίδρυση Πολυτεχνικής Σχολής στην Ελλάδα.
Το 1854, στη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου, εκδηλώνονται επαναστατικά κινήματα στην Ήπειρο υπό την ηγεσία του στρατηγού Θεόδωρου Γρίβα. Το Μέτσοβο διχάζεται μεταξύ των υποστηρικτών και των πολέμιων της επανάστασης. Με πρόσκληση των δεύτερων, θα επέμβουν τουρκικές δυνάμεις από τα Ιωάννινα, τον Μάρτιο του 1854, και μετά από τριήμερη σκληρή μάχη θα εξαναγκάσουν τον Γρίβα να εγκαταλείψει την πόλη. Το Μέτσοβο λεηλατείται και 400 σπίτια πυρπολούνται. Η καταστροφή θα μείνει γνωστή ως «ο Χαλασμός του Γρίβα».
Ο Θεόδωρος ή Θεοδωράκης Γρίβας (1797-1862) ήταν αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης και καταγόταν από την Πρέβεζα. Μετείχε ενεργά στην πολιτική ζωή του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, χωρίς όμως σαφή κομματική τοποθέτηση και αρχές. Το 1836 είχε στηρίξει τον Όθωνα και είχε καταπνίξει την εναντίον του εξέγερση στην Ακαρνανία, ενώ το 1862 επαναστάτησε ο ίδιος εναντίον του και κατέλαβε τη Βόνιτσα και το Μεσολόγγι. Όταν ξέσπασε ο Κριμαϊκός Πόλεμος*, πέρασε τα ελληνοτουρκικά σύνορα με σώμα ατάκτων και ετέθη επικεφαλής της εξέγερσης στην Ήπειρο. Η αντιπαράθεση του Γρίβα με τον Όθωνα έχει αποτυπωθεί στο δημοτικό τραγούδι «Γρίβα μ’ σε θέλει ο βασιλιάς».
*Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853-1856) ήταν μια σημαντική διεθνής σύρραξη ανάμεσα στη Ρωσία από τη μια πλευρά και την Αγγλία και τη Γαλλία από την άλλη, σε μια κρίση του Ανατολικού Ζητήματος. Όταν η Ρωσία επιτέθηκε εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Αγγλία και Γαλλία έσπευσαν να στηρίξουν τον Σουλτάνο. Ο πόλεμος έληξε με ήττα της Ρωσίας και είχε σοβαρές συνέπειες για την Ευρώπη, εφόσον οδήγησε στη διάλυση της Ιεράς Συμμαχίας και άλλαξε τις διεθνείς ισορροπίες. Είχε όμως επώδυνες συνέπειες και για την Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου εκδηλώθηκαν επαναστατικές κινήσεις για την απελευθέρωση της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, που κατέληξαν σε αποτυχία. Για να τιμωρηθεί η Ελλάδα και να εκβιαστεί η ουδετερότητά της, ο αγγλογαλλικός στόλος κατέλαβε τον Πειραιά και επέβαλε κατοχή / αποκλεισμό επί τρία χρόνια (1854-1857).
Πεθαίνει στην Αθήνα ο Μιχαήλ Τοσίτσας, που συγκαταλέγεται μεταξύ των εθνικών ευεργετών της Ελλάδας.
Γεννημένος στο Μέτσοβο το 1787, ο Μιχαήλ Τοσίτσας αναλαμβάνει, το 1806, μαζί με τα αδέλφια του το κατάστημα επεξεργασίας γουναρικών του πατέρα του στη Θεσσαλονίκη. Το 1820 εγκαθίσταται στην Αίγυπτο όπου, χάρη και στη γνωριμία του με τον αντιβασιλιά της Αιγύπτου, Μεχμέτ Άλή, αποκτά μεγάλη δύναμη και περιουσία. Ο Μιχαήλ Τοσίτσας υπήρξε ο πρώτος Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια, ενώ συνέβαλε στην ίδρυση της Ελληνικής Κοινότητας. Το 1854 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου και πέθανε, το 1856. Στη διαθήκη του άφησε μεγάλα ποσά για την αρωγή των φτωχών καθώς και για την ενίσχυση νοσοκομειακών, εκκλησιαστικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, όπως το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Αρσάκειο και το Πολυτεχνείο.
To 1864-67 xτίζεται το κάστρο στο Μέτσοβο, το οποίο περιελάμβανε και τζαμί.
Μετά την απελευθέρωση του Μετσόβου, το 1912, το κάστρο σταδιακά καταστράφηκε και καλύφθηκε με χώμα, δημιουργώντας τον λόφο που μέχρι σήμερα είναι γνωστός ως «Κάστρο».
To 1867 η περιοχή του Μετσόβου γίνεται προσωρινά καζάς.
Ο καζάς ήταν διοικητική υποδιαίρεση του σαντζακιού και μπορεί να μεταφραστεί ως «επαρχία». Αρχικά δήλωνε μια περιοχή που ταυτιζόταν με τη δικαιοδοσία ενός καδή (ιεροδικαστή). Το 1864 όμως, με τον νόμο των βιλαετίων, ο καζάς παύει να συνδέεται με την ιεροδικαστική ιεραρχία. Η διοικητική μεταρρύθμιση του οθωμανικού κράτους ολοκληρώνεται το 1867, όταν ενώνονται τα πασαλίκια των Ιωαννίνων και των Τρικάλων σε ένα ενιαίο βιλαέτι των Ιωαννίνων.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1870 ιδρύεται στη Χώρα Μετσόβου το «φαρμακείο Αβέρωφ», που χορηγεί δωρεάν φάρμακα σε όλους τους κατοίκους της πόλης και των περιχώρων, καθώς και στους στρατιώτες της τουρκικής φρουράς.
Σε επιστολή προς την Πύλη (Υπουργείο Εσωτερικών) στις 23 Απριλίου 1908, εκπρόσωπος του Βαλή Ιωαννίνων ζητά τα φαρμακευτικά υλικά που εισάγονται από την Ευρώπη και προορίζονται για το «φαρμακείο Αβέρωφ» να εξαιρούνται από τον τελωνειακό φόρο. Μεταξύ άλλων, η επιστολή αναφέρει:
«Σας απευθύνουμε συνημμένη την έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου Μετσόβου σχετικά με την αίτηση του Φαρμακείου Αβέρωφ, που παρασκευάζει και χορηγεί δωρεάν φάρμακα στο λαό και τους υπαλλήλους, να εξαιρεθούν τελωνειακών τελών τα φαρμακευτικά υλικά που εισάγει από την Ευρώπη. […] Το Διοικητικό συμβούλιο του Βιλαετίου [Ιωαννίνων] αιτείται λοιπόν προς το Υψηλό Υπουργείο Εσωτερικών αφενός, να εξασφαλιστεί η επίσημη άδεια του φαρμακείου και αφετέρου, να εγκρίνει την εξαίρεση τελωνειακών δασμών επί των απαραίτητων σε αυτό φαρμακευτικών υλικών καθώς και επί αυτών που θα του χρειαστούν στο μέλλον». (Başbakanlık Osmanlı Arşivi / Οθωμανικά Κρατικά Αρχεία, Κωνσταντινούπολη).
Το φαρμακείο φέρεται να λειτουργεί ήδη από το 1816, χορηγώντας δωρεάν φάρμακα σε φτωχούς Μετσοβίτες.
To 1875 η περιοχή του Μετσόβου γίνεται μόνιμα καζάς και ταυτόχρονα έδρα καϊμακάμη (υποδιοικητή) και καδή (δικαστή). Έχει περίπου 6.000 κατοίκους.
Οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις στο οθωμανικό κράτος από το 1864 είχαν ως αποτέλεσμα την αλλαγή της ορολογίας στις διοικητικές διαιρέσεις και τα αντίστοιχα αξιώματα.
Η αυτοκρατορία διαιρείται σε βιλαέτια (νομαρχίες ή γενικές διοικήσεις), τα οποία χωρίζονται σε σαντζάκια, και αυτά σε καζάδες. Οι καζάδες, όπως ο καζάς του Μετσόβου, διοικούνται από καϊμακάμηδες, ο οποίοι διορίζονταν και παύονταν απευθείας από την Κωνσταντινούπολη.
Στη Στατιστική του 1895, τη μόνη δημοσιευμένη πηγή με αναλυτική καταγραφή του πληθυσμού της Ηπείρου τα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, ο καζάς του Μετσόβου ανήκει στο σαντζάκι Ιωαννίνων. Εκτός από τον κασαμπά (Χώρα) του Μετσόβου, περιλαμβάνει τρία ακόμα χωριά, το Ανήλιο, το Βουτονόσι και τη Μηλιά. Συνολικά, ο καζάς Μετσόβου αριθμεί 5.371 κατοίκους και 1.148 χανέδες (σπίτια).
Το 1878, με αφορμή τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο, γίνεται εξέγερση στην Ήπειρο και παρατηρείται έκρηξη της ληστείας.
Ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος του 1877-78 υπήρξε μια από τις σοβαρότερες κρίσεις του Ανατολικού Ζητήματος και έληξε με ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η νικήτρια Ρωσία επέβαλε με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου τη δημιουργία μιας Μεγάλης Βουλγαρίας. Ωστόσο, με παρέμβαση της Βρετανίας και της Αυστροουγγαρίας, η Συνθήκη θα αναθεωρηθεί στο Συνέδριο του Βερολίνου. Η Ρουμανία, η Σερβία και το Μαυροβούνιο αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητα κράτη. Στη διάρκεια του πολέμου εκδηλώθηκαν εξεγέρσεις των Ελλήνων σε Ήπειρο, Θεσσαλία, Μακεδονία και Κρήτη, αλλά χωρίς αποτελέσματα. Εντούτοις, ως αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων στο Συνέδριο του Βερολίνου, θα παραχωρηθούν στην Ελλάδα, το 1881, η Θεσσαλία και η περιοχή της Άρτας.
Το 1881 γίνεται προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας στο ελληνικό κράτος.
Η υπόλοιπη Ήπειρος (και το Μέτσοβο) εξακολουθεί να ανήκει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το 1885 ιδρύεται ρουμανικό σχολείο (με κληροδότημα του Μετσοβίτη Δημήτρη Καζάκοβιτς) για τη διδασκαλία της ρουμανικής γλώσσας. Η λειτουργία του υπήρξε διακεκομμένη. Κλείνει το 1901, με απόφαση της ρουμανικής κυβέρνησης, και επαναλειτουργεί το 1908 (στην οικία του Κύργου Τόπη). Το σχολείο καταστρέφεται την επομένη της απελευθέρωσης του Μετσόβου (1η Νοεμβρίου 1912) και το αρχείο του πυρπολείται.
Το λεγόμενο Κουτσοβλαχικό Ζήτημα υπήρξε ένα μειονοτικό ζήτημα που εμφανίστηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα σε συνδυασμό με την άνοδο των βαλκανικών εθνικισμών, μεταξύ των οποίων και του ρουμανικού. Με βασικό επιχείρημα τη συγγένεια της βλάχικης γλώσσας προς τη ρουμανική, η Ρουμανία διεκδικούσε ως ομοεθνείς τους βλάχικους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στις περιοχές της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας εκδηλώθηκε οξύς ανταγωνισμός με την Ελλάδα ως προς την ταυτότητα των πληθυσμών, με την ίδρυση ρουμανικών σχολείων και εκκλησιών. Ο ανταγωνισμός αυτός οξύνθηκε ιδιαίτερα στις αρχές του 20ού αιώνα (εποχή του Μακεδονικού Αγώνα) με τη δράση ελληνικών ανταρτικών ομάδων στην οθωμανική Μακεδονία, επεισόδια εναντίον Ελλήνων εγκατεστημένων στη Ρουμανία και, εν τέλει, διακοπή των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Ρουμανίας. Το Κουτσοβλαχικό Ζήτημα θα υποχωρήσει με τους Βαλκανικούς Πολέμους και την παραχώρηση από τον Βενιζέλο της ελεύθερης λειτουργίας ρουμανικών σχολείων και εκκλησιών στις περιοχές με βλάχικους πληθυσμούς που εντάχθηκαν στο ελληνικό κράτος. Εντούτοις, το ζήτημα θα λάβει νέα τροπή με την εμφάνιση ενός καινούργιου παράγοντα, του ιταλικού ιμπεριαλισμού, στη διάρκεια αφενός του Πρώτου και αφετέρου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Tο 1917 υποκινήθηκε από τον Αλκιβιάδη Διαμάντη, βλαχόφωνο δικηγόρο από τη Θεσσαλία, η ίδρυση μιας Βλάχικης «Δημοκρατίας της Πίνδου», χωρίς όμως διάρκεια. Το 1941-42 εξάλλου, η Ιταλία, ως κατοχική δύναμη, με τη συνδρομή πάλι του Αλκιβιάδη Διαμάντη, σχεδίαζε την ίδρυση του Αυτόνομου Κουτσοβλαχικού «Πριγκιπάτου της Ηπείρου» που θα περιελάμβανε την Πίνδο, τη δυτική Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Το σχέδιο θα ναυαγήσει οριστικά με την πτώση της Ιταλίας το καλοκαίρι του 1943.
Στις 2 Ιανουαρίου 1890 ξεκινά τη λειτουργία του το Αβερώφειο Σχολείο Μετσόβου (δωρεά Γεωργίου Αβέρωφ). Το σχολείο κάηκε κατά τον Εμφύλιο, τον Οκτώβριο του 1947, και στη θέση του χτίστηκε (το 1955, από το Ίδρυμα Τοσίτσα) το σημερινό Δημοτικό Σχολείο.
Ο Γεώργιος Αβέρωφ γεννήθηκε στο Μέτσοβο το 1815. Σε ηλικία 19 ετών έφυγε για την Αίγυπτο όπου δημιούργησε τεράστια περιουσία χάρη στο εμπόριο χουρμάδων, υφασμάτων, βαμβακιού κ.ά. Αναγνωρίστηκε ως μεγάλος ευεργέτης, επειδή με δικές του δωρεές κατασκευάστηκε σειρά έργων τόσο στην Αθήνα όσο και στο Μέτσοβο και στην ελληνική κοινότητα της Αιγύπτου. Με δικά του χρήματα αναμαρμαρώθηκε το Παναθηναϊκό Στάδιο, κτίστηκε η Σχολή Ευελπίδων, ανεγέρθηκαν οι ανδριάντες του Ρήγα Φεραίου και του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών και κατασκευάστηκε το περίφημο θωρηκτό Αβέρωφ. Πέθανε το 1899 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ο ανδριάντας του βρίσκεται στην είσοδο του Παναθηναϊκού Σταδίου.
Ο Γεώργιος Αβέρωφ με τον θάνατό του, το 1899, αφήνει στο Μέτσοβο μεγάλο μέρος της περιουσίας του για τη λειτουργία των σχολείων, την κατασκευή υδραγωγείου, κρηνών και γέφυρας, για επισκευές δημόσιων δρόμων και ναών, δενδροφυτεύσεις, για τη συντήρηση νεκροταφείου, τη χορήγηση δωρεάν φαρμάκων σε όλους τους Μετσοβίτες, την προικοδότηση απόρων κοριτσιών και την αγορά βιβλίων για τη δημιουργία δημόσιας βιβλιοθήκης.
Γενικός έφορος των κληροδοτημάτων και των σχολείων ορίστηκε ο μεγάλος αδελφός τού Γεωργίου, Νικόλαος Μιχαήλ Αβέρωφ (Κολάκης του Χάλη).
Κίνημα των Νεότουρκων.
Το κίνημα των Νεότουρκων ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη με πρωτοβουλία της Επιτροπής «Ένωση και Πρόοδος» και με βασικό σύνθημα «Ελευθερία, Ισότητα και Δικαιοσύνη». Βασικός στόχος ήταν η κατάλυση της απολυταρχίας του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β΄, η επαναφορά του Συντάγματος του 1876 και ο εκσυγχρονισμός του κράτους σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Επιπλέον, οι Νεότουρκοι επιδίωκαν τη διατήρηση της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ διακήρυσσαν την ισότητα και ισονομία όλων των πολιτών ανεξαρτήτως γλώσσας και θρησκεύματος. Το κίνημα των Νεότουρκων έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τις εθνότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, σύντομα οι Νεότουρκοι ξεκίνησαν να εφαρμόζουν ένα πρόγραμμα τουρκικού εθνικισμού με στόχο τη δημιουργία ενός εθνικά ομοιογενούς τουρκικού κράτους.
Το 1910 λοιμώδης επιδημική νόσος αποδεκατίζει τον πληθυσμό του Μετσόβου.
Σε επιστολή του, στις αρχές Ιουνίου 1910, ο Κ. Φούφας που διαμένει στα Τρίκαλα γράφει στον Δ. Τσανάκα στο Μέτσοβο: «Την οικογένειάν μου διστάζω να την στείλω αφού η ασθένεια τύφου δεν εξέλειπεν. Αυτό το οποίον γράφεις ότι δεν έπαθεν κανείς εκ τους δυναμένους και καλλώς συντιρουμένους, τι θέλω, να προσβληθή από ασθένειαν τύφου και να υποφέρη και άγνωστον και το τέλος; Εγώ να τους στείλω εις τα βουνά δια υγείαν περισσοτέραν και υγιεστάτους και να τους στείλω εις μεμολυσμένο μέρος ασθενείας δεν το κρίνω καλλόν και ως εκ τούτου θα κρατήσω εδώ την οικογένειαν ή ενδεχόμενον να την στείλω ή εις Βεδίστα ή εις Καστανιά (;)».
Στις 5 Οκτωβρίου 1912 ξεκινά ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος.
Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος διεξήχθη ανάμεσα στους Συμμάχους (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο) και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σε ελάχιστους μήνες η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέρρευσε, χάνοντας το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών εδαφών της. Εντούτοις, η επιθυμία της Βουλγαρίας για μεγαλύτερα κέρδη, και κυρίως η δυσαρέσκειά της για την ουσιαστική απώλεια της Μακεδονίας, οδήγησε στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Αυτή τη φορά, εναντίον της Βουλγαρίας συμμάχησαν η Ελλάδα, η Σερβία, το Μαυροβούνιο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Ρουμανία. Ο νέος πόλεμος κράτησε μόλις ένα μήνα. Τελείωσε με επέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων που οδήγησε στην υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (Ιούλιος 1913). Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ξαναχάραξαν τον χάρτη της Βαλκανικής χερσονήσου. Τότε ιδρύθηκε το ανεξάρτητο αλβανικό κράτος. Η Σερβία προσάρτησε το Κόσοβο, το Νόβι Παζάρ και μέρος της Μακεδονίας. Ένα άλλο μέρος της απέκτησε εξάλλου η Βουλγαρία (την ονομάζει «Μακεδονία του Πιρίν»), ενώ η Ρουμανία πήρε τη νότια Δοβρουτσά. Η Ελλάδα κατέκτησε την Ήπειρο, μεγάλο μέρος της Μακεδονίας, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και την Κρήτη.
Στις 31 Οκτωβρίου 1912 ο ελληνικός στρατός απελευθερώνει το Μέτσοβο. Είναι το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή.
Το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του 1912, σώματα εθελοντών Κρητών, καθώς και ένα απόσπασμα 340 περίπου οπλιτών του τακτικού στρατού, προωθούνται μέσω του θεσσαλικού χώρου στην ελληνοτουρκική μεθόριο που διέσχιζε τότε τα ανατολικά υψώματα του Μετσόβου.
Στις 31 Οκτωβρίου του 1912 τα ελληνικά σώματα, συνεπικουρούμενα από ανταρτικές ομάδες της Ηπείρου και Μετσοβιτών εθελοντών, επιτίθενται από τις 6 π.μ. κατά των τουρκικών φρουρών, οι οποίες αριθμούσαν 205 στρατιώτες και διέθεταν παράλληλα 2 κανόνια. Οι πυροβολισμοί διήρκεσαν ώς τις 4 μ.μ., οπότε υψώθηκε λευκή σημαία από τους εντός του φρουρίου του Μετσόβου πολιορκημένους Οθωμανούς στρατιώτες, προκειμένου να παραδοθούν.
Στις 10 Αυγούστου 1913 υπογράφεται η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και λήγουν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι.
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
1913-1939
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι άλλαξαν τον χάρτη της Ευρώπης. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχασε όλα σχεδόν τα ευρωπαϊκά εδάφη της, ενώ η Ελλάδα διπλασίασε το έδαφός της. Από το 1913 το Μέτσοβο ανήκει πλέον στον νομό Ιωαννίνων του ελληνικού κράτους. Η μετάβαση από την πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία στο ελληνικό έθνος-κράτος σήμανε μια σειρά πολιτικών και οικονομικών μετασχηματισμών που επηρέασαν αναπόφευκτα τη δομή της τοπικής κοινωνίας και την καθημερινότητα των κατοίκων. Το Μέτσοβο θα ακολουθεί στο εξής τη μοίρα του ελληνικού κράτους, και Μετσοβίτες θα ενταχθούν στην πολιτική και κοινωνική ελίτ της χώρας. Η Μικρασιατική Καταστροφή και η ανταλλαγή των πληθυσμών (1922-23) σφράγισαν την ιστορία της Ελλάδας, αλλά είχαν μακρινό αντίκτυπο στο Μέτσοβο που δεν υποδέχτηκε πρόσφυγες ούτε έχασε πληθυσμό. Πάντως, η περίοδος του Μεσοπολέμου υπήρξε μια ταραγμένη εποχή, με πολιτικούς κλυδωνισμούς στην Ελλάδα, άνοδο των φασισμών στην Ευρώπη και παγκόσμια οικονομική κρίση. Τελειώνει με τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου που επέβαλε ο Ι. Μεταξάς το 1936, και η οποία διήρκεσε μέχρι την είσοδο της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον αιφνίδιο θάνατο του Μεταξά.
1915-17: Εθνικός Διχασμός μεταξύ Βενιζέλου και Κωνσταντίνου με αφορμή την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στις 27 Μαΐου 1917 συμμαχικά ιταλικά στρατεύματα καταλαμβάνουν το Μέτσοβο, στο πλαίσιο των συμμαχικών πιέσεων προς τον Κωνσταντίνο για την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και λόγω των επεκτατικών σχεδίων της Ιταλίας στην Ήπειρο. Υποκινείται τότε, χωρίς επιτυχία, σχέδιο για την ίδρυση μιας Βλάχικης «Δημοκρατίας της Πίνδου». Οι Ιταλοί θα αποχωρήσουν στις 2 Σεπτεμβρίου 1917.
Στις 27 Ιουνίου 1917 η Ελλάδα εισέρχεται στον πόλεμο μετά από παραίτηση και φυγή του Κωνσταντίνου.
Στις 24 Ιουλίου 1923 υπογράφεται η Συνθήκη της Λωζάννης, που προβλέπει την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Από την ανταλλαγή εξαιρούνται οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου.
Η Συνθήκη της Λωζάννης επισφράγισε με οδυνηρό τρόπο τη Μικρασιατική Καταστροφή και ταυτόχρονα το τέλος της ελληνικής πολεμικής περιπέτειας που είχε ξεκινήσει με τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912. Η ανατολική Θράκη, η Ίμβρος, η Τένεδος και η ζώνη της Σμύρνης παραχωρήθηκαν στην Τουρκία, ενώ αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν οι μουσουλμάνοι της δυτικής Θράκης, οι ελληνορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, και οι μουσουλμάνοι «αλβανικής καταγωγής» που ήταν εγκατεστημένοι κυρίως στην Ήπειρο (Τσαμουριά), καθώς και οι ελληνορθόδοξοι Άραβες της Κιλικίας.
Το 1924 καταργείται η Εξαρχία Μετσόβου με συνοδική απόφαση του Πατριαρχείου. Στη θέση της ιδρύεται προσωρινά η Μητρόπολη Μετσόβου, η οποία με τη σειρά της θα καταργηθεί το 1929. Το Μέτσοβο θα υπαχθεί στη Μητρόπολη Γρεβενών έως το 1932, οπότε θα προσαρτηθεί στη Μητρόπολη Ιωαννίνων.
Για την απόφαση κατάργησης της Μητρόπολης Μετσόβου, η γενική συνέλευση των κατοίκων της κοινότητας έστειλε τον Δεκέμβριο του 1929 δύο ψηφίσματα διαμαρτυρίας, ένα προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ένα προς την Εκκλησία της Ελλάδος. Θεωρούσαν την απόφαση άδικη και ζητούσαν την ανασύσταση της Εξαρχίας Μετσόβου.
Το 1936 ολοκληρώνεται ο αυτοκινητόδρομος που ενώνει τη Θεσσαλία με την Ήπειρο, διερχόμενος από την Κατάρα.
To 1937 ιδρύεται ο Εξωραϊστικός Σύλλογος Μετσόβου, με πρόεδρο τον Γρηγόρη Τσανάκα και αντιπρόεδρο τον Ευάγγελο Αβέρωφ. Ο Σύλλογος απευθύνεται σε Μετσοβίτες της διασποράς για οικονομική ενίσχυση του Μετσόβου. Έτσι ξεκινάει η πολύχρονη αλληλογραφία του Ευάγγελου Αβέρωφ με τον εγκατεστημένο στη Λωζάννη και αποξενωμένο από την Ελλάδα βαρόνο Μιχαήλ Τοσίτσα.
Στην πρώτη σωζόμενη επιστολή προς τον βαρόνο Μιχαήλ Τοσίτσα, τον Δεκέμβριο του 1938, ο Ευάγγελος Αβέρωφ γράφει: «… φαντάζομαι πως θα υπάρξουν πολλά πράγματα να συζητήσουμε και να μάθουμε οι δυο μας. […] Το όνομά σας σας συνδέει εδώ με πολλά πράγματα και θα το διαπιστώσετε ο ίδιος στην προσεχή επίσκεψή σας».
Σε άλλη επιστολή, του 1938, ο Αβέρωφ στέλνει στον Τοσίτσα φωτογραφίες που τράβηξε ο ίδιος στο Μέτσοβο, για να του δείξει το χωριό:
Στις 25 Αυγούστου 1938 εγκαινιάζεται η Σχολή Υφαντικής-Ταπητουργικής στο Ορφανοτροφείο Τούλη. Στην πρωτοβουλία για την ίδρυση της σχολής συμμετείχε και η Α. Χατζημιχάλη.
Το Τούλειο Ορφανοτροφείο είχε ανεγερθεί με χρήματα του Μετσοβίτη ευεργέτη Γεωργίου Τούλη. Στη διαθήκη του, το 1878, ο Τούλης σημείωνε: «Στο Ορφανοτροφείο θα είναι δεκτά ορφανά παιδιά, τα οποία θα ενδυθούν με φράγκικα ή Ευρωπαϊκά από δίμιτον […] να μη γίνει μεγάλο αλλά μικρόν και κομψόν, να γίνει με πάτωμα και άνευ κατωγείων, τα οποία είναι άχρηστα. Τα δωμάτια να μείνουν μικρά και άνευ καπνοδοχείων, να γίνει με θερμάστρα η οποία να θερμαίνει όλα τα δωμάτια καθώς κάμουν εις την Βλαχίαν».
Β’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
1940-1949: ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Η είσοδος της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά την αρνητική απάντηση του Ι. Μεταξά στο ιταλικό τελεσίγραφο, παρέσυρε όλο τον ελληνικό πληθυσμό, και ιδιαίτερα τις παραμεθόριες περιοχές, σε μια αιματηρή πολεμική αναμέτρηση με τεράστιο υλικό και ανθρώπινο κόστος. Η μικρή χώρα ήρθε αντιμέτωπη αρχικά με την ιταλική και εν συνεχεία με τη γερμανική εισβολή και γνώρισε τη βιαιότητα της Κατοχής. Διώξεις, εκτελέσεις και πείνα σφράγισαν τις μνήμες των ανθρώπων σε ολόκληρη τη χώρα, αποδεκάτισαν τον πληθυσμό, κατέστρεψαν την οικονομία και τις εθνικές υποδομές και ερήμωσαν την ύπαιθρο. Η αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής από την Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1944, δεν σήμανε το τέλος του πολέμου όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη, εφόσον ένας νέος κύκλος συγκρούσεων, αυτή τη φορά εμφύλιων, θα ξεκινήσει ανάμεσα στον Εθνικό Στρατό και τον Δημοκρατικό Στρατό. Θα λήξει με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, τον Αύγουστο του 1949, και θα κληροδοτήσει στη μεταπολεμική Ελλάδα έναν βαθύ πολιτικό και ιδεολογικό διχασμό με μεγάλο ηθικό κόστος.
Στις 27 Απριλίου 1941 μπαίνουν τα γερμανικά στρατεύματα στην Αθήνα. Η Ελλάδα βρίσκεται υπό τριπλή κατοχή (γερμανική, ιταλική, βουλγαρική).
Το 1941-42 η Ιταλία σχεδιάζει την ίδρυση του Αυτόνομου Κουτσοβλαχικού «Πριγκιπάτου της Ηπείρου» που θα περιελάμβανε την Πίνδο, τη δυτική Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Η ιταλική προπαγάνδα ανακήρυξε τους Αρωμούνους (Βλάχους) απόγονους της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας, δηλαδή των αρχαίων Ρωμαίων, και επιχείρησε, χωρίς επιτυχία, να προσεταιριστεί τους ντόπιους πληθυσμούς.
Στις 18-24 Οκτωβρίου και στις 3-6 Νοεμβρίου 1947, στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, γίνονται μάχες στο Μέτσοβο. Ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδος αποτυγχάνει να καταλάβει το Μέτσοβο.
Το 1947 δημιουργείται το Ίδρυμα Βαρώνου Μιχαήλ Τοσίτσα.
Ο βαρόνος Μιχαήλ Τοσίτσας (1885-1950) ήταν εγγονός του Κωνσταντίνου Τοσίτσα, ένα από τα μικρότερα αδέλφια του εθνικού ευεργέτη της Ελλάδας Μιχαήλ Τοσίτσα (1787-1950), ο οποίος είχε εγκατασταθεί στις αρχές του 19ου αιώνα στο Λιβόρνο της Ιταλίας. Το 1831 του απονεμήθηκε από τον τοπικό δούκα ο τίτλος του βαρώνου για αυτόν και τους απογόνους του, ως επιβράβευση της μεγάλης εμπορικής δραστηριότητας της οικογένειας Τοσίτσα.
Ο βαρόνος Μιχαήλ Τοσίτσας έζησε στην Ελβετία και τη Γαλλία. Αν και δεν διατηρούσε σχέσεις με τον ελληνικό χώρο, πείθεται, κατόπιν μακροχρόνιας αλληλογραφίας και προσωπικών επαφών με τον Ευάγγελο Αβέρωφ, να συστήσει φιλανθρωπικό ίδρυμα για να βοηθήσει την ιδιαίτερη πατρίδα των προγόνων του. Το ίδρυμα συστάθηκε τον Ιούνιο του έτους 1947 με την ονομασία «Ίδρυμα Βαρώνου Μιχαήλ Τοσίτσα» και έχει ως κύριο σκοπό την ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής του Μετσόβου, απ’ όπου καταγόταν ο ιδρυτής.
Με τα χρήματα του Ιδρύματος ανοικοδομήθηκε η προγονική του οικία στο Μέτσοβο, η οποία λειτουργεί σήμερα ως λαογραφικό μουσείο, και το καμένο από το 1947 κτήριο του δημοτικού σχολείου. Επίσης, δημιουργήθηκε νοσοκομείο, πριονιστήριο, τυροκομική μονάδα, γυμναστήριο, χιονοδρομικό κέντρο και χρηματοδοτήθηκε πλήθος άλλων κοινωφελών και αναπτυξιακών έργων. Στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου αποπερατώθηκαν, με δαπάνες του Ιδρύματος, πάνω από 107 σχολεία. Τέλος, ιδρύθηκε στην Κάτω Κηφισιά φοιτητική εστία για Ηπειρώτες σπουδαστές.
Ο Ευάγγελος Αβέρωφ ασχολήθηκε από νωρίς με τα κοινά και επί μισό αιώνα σχεδόν διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική ζωή της Ελλάδας.
Το 1941 έγινε νομάρχης Κέρκυρας και το 1942 συλλαμβάνεται από τους Ιταλούς για αντιστασιακή δράση. Το 1946 εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής Ιωαννίνων, στη συνέχεια διετέλεσε υφυπουργός και υπουργός Εφοδιασμού, Οικονομίας και Γεωργίας. Από το 1956 ώς το 1963 διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών.
Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας ανέπτυξε αντιδικτατορική δράση και συνελήφθη. Το 1974 ανέλαβε το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας.
Παράλληλα με την πολιτική του δράση ανέπτυξε συγγραφικό έργο, γράφοντας μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια και ιστορικές αναλύσεις.
Για τους κατοίκους του Μετσόβου ο Ευάγγελος Αβέρωφ αποτελεί τον τελευταίο εκπρόσωπο της μεγάλης παράδοσης των τοπικών ευεργετών. Πρωτοστάτησε στη δημιουργία του Ιδρύματος Βαρώνου Μιχαήλ Τοσίτσα, το οποίο διηύθυνε επί 40 χρόνια, συμβάλλοντας καθοριστικά στη σύγχρονη ανάπτυξη του οικισμού. Εκπληρώνοντας την επιθυμία του βαρώνου Μιχαήλ Τοσίτσα, να φέρει ο εκάστοτε πρόεδρος του Ιδρύματος το οικογενειακό του επίθετο, έφερε έκτοτε και το επίθετο Τοσίτσας.
Επίσης, δημιούργησε το Ίδρυμα Ευαγγέλου Αβέρωφ-Τοσίτσα, στο οποίο δώρισε τη σημαντικότατη προσωπική του συλλογή Ελλήνων ζωγράφων του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, κτίζοντας πινακοθήκη για τη στέγασή της. Παράλληλα επένδυσε στην τοπική αμπελουργία, καλλιεργώντας τον εγκαταλελειμμένο αμπελώνα του Μετσόβου και δημιουργώντας σύγχρονη οινοποιητική μονάδα.
ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
1950-1974: ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Η ανασυγκρότηση της Ελλάδας, μετά από μια δεκαετία σχεδόν πολεμικών συγκρούσεων, υπήρξε δύσκολη και επώδυνη. Στο εξής το διεθνές πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις εγχώριες πολιτικές εξελίξεις. Κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ένα μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα κατευθύνεται από την ακόμη αγροτική Ελλάδα προς τις ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες, όπως οι Η.Π.Α., ο Καναδάς, η Γερμανία και η Αυστραλία. Μεγάλες δημογραφικές αλλαγές προκαλεί εξάλλου η «αγροτική έξοδος» που γιγαντώνει τα αστικά κέντρα και κυρίως την πρωτεύουσα. Ταυτόχρονα, καταναλωτικά αγαθά και τεχνολογικές εξελίξεις, όπως η τηλεόραση και οι οικιακές συσκευές, φθάνουν στη χώρα από τη Δύση, επηρεάζοντας την καθημερινότητα. Η αύξηση του μαζικού τουρισμού, η ανάπτυξη του κλάδου των κατασκευών (κατοικίες και έργα υποδομών) και η μεταμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας χαρακτηρίζουν τα χρόνια μετά το 1960. Η Δικτατορία των Συνταγματαρχών (1967-1974) θα λήξει με το πραξικόπημα εναντίον του Μακάριου και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ενώ την ίδια χρονιά θα καταργηθεί με δημοψήφισμα και η βασιλεία.
Το 1955 ο βασιλέας Παύλος επισκέπτεται το Μέτσοβο, για να εγκαινιάσει το Λαογραφικό Μουσείο Μετσόβου του Ιδρύματος Βαρώνου Μιχαήλ Τοσίτσα.
Ο Παύλος Α΄ γεννήθηκε το 1901 και ήταν γιος του Κωνσταντίνου Α΄ και της Σοφίας. Το 1938 παντρεύτηκε την πριγκίπισσα του Αννόβερου Φρειδερίκη και μαζί απέκτησαν τρία παιδιά: τη Σοφία, τον Κωνσταντίνο και την Ειρήνη. Το 1947, μετά τον θάνατο του άτεκνου αδελφού του, Γεωργίου Β΄, ανέβηκε στον θρόνο, σε μια περίοδο εξαιρετικά δύσκολη για την Ελλάδα. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν η ισορροπία ανάμεσα στο Στέμμα και τα πολιτικά κόμματα υπήρξε δυσχερής. Η συνεχής ανάμειξη του Παύλου, όπως και της συζύγου του Φρειδερίκης, στην ελληνική πολιτική δημιούργησε δυσαρέσκειες και σφοδρές συγκρούσεις, όπως π.χ. με τον στρατάρχη Α. Παπάγο και αργότερα με τον Κ. Καραμανλή. Ο Παύλος πέθανε το 1964 και τον διαδέχτηκε ο γιος του Κωνσταντίνος.
Στις 21 Απριλίου 1967 γίνεται στρατιωτικό πραξικόπημα και επιβάλλεται δικτατορικό πολίτευμα.
Στις 24 Ιουλίου 1974 καταρρέει η Δικτατορία των Συνταγματαρχών και αποκαθίσταται το δημοκρατικό πολίτευμα.
Στις 8 Δεκεμβρίου 1974 καταργείται η βασιλεία μετά από δημοψήφισμα.
Το μοναρχικό πολίτευμα εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830) που όριζε τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Πρώτος βασιλιάς ήταν ο Όθων, δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄ (δυναστεία των Wittelsbach). Μετά την έξωση του Όθωνα (1862), βασιλιάς της Ελλάδας ορίστηκε ο Γεώργιος, δευτερότοκος γιος του μετέπειτα βασιλιά της Δανίας Χριστιανού Θ΄ (δυναστεία των Schleswig-Holstein-Sonderburg-Glücksburg). Η δυναστεία αυτή κυβέρνησε, με πολλές περιπέτειες, διχασμούς και ενδιάμεσα δημοκρατικά διαλείμματα, την Ελλάδα μέχρι το 1974.