Στις 27 Ιουνίου 1917 η Ελλάδα εισέρχεται στον πόλεμο μετά από παραίτηση και φυγή του Κωνσταντίνου.
Categories metsovo
1915-17: Εθνικός Διχασμός μεταξύ Βενιζέλου και Κωνσταντίνου με αφορμή την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
1913-1939
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι άλλαξαν τον χάρτη της Ευρώπης. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχασε όλα σχεδόν τα ευρωπαϊκά εδάφη της, ενώ η Ελλάδα διπλασίασε το έδαφός της. Από το 1913 το Μέτσοβο ανήκει πλέον στον νομό Ιωαννίνων του ελληνικού κράτους. Η μετάβαση από την πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία στο ελληνικό έθνος-κράτος σήμανε μια σειρά πολιτικών και οικονομικών μετασχηματισμών που επηρέασαν αναπόφευκτα τη δομή της τοπικής κοινωνίας και την καθημερινότητα των κατοίκων. Το Μέτσοβο θα ακολουθεί στο εξής τη μοίρα του ελληνικού κράτους, και Μετσοβίτες θα ενταχθούν στην πολιτική και κοινωνική ελίτ της χώρας. Η Μικρασιατική Καταστροφή και η ανταλλαγή των πληθυσμών (1922-23) σφράγισαν την ιστορία της Ελλάδας, αλλά είχαν μακρινό αντίκτυπο στο Μέτσοβο που δεν υποδέχτηκε πρόσφυγες ούτε έχασε πληθυσμό. Πάντως, η περίοδος του Μεσοπολέμου υπήρξε μια ταραγμένη εποχή, με πολιτικούς κλυδωνισμούς στην Ελλάδα, άνοδο των φασισμών στην Ευρώπη και παγκόσμια οικονομική κρίση. Τελειώνει με τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου που επέβαλε ο Ι. Μεταξάς το 1936, και η οποία διήρκεσε μέχρι την είσοδο της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον αιφνίδιο θάνατο του Μεταξά.
Στις 10 Αυγούστου 1913 υπογράφεται η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και λήγουν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι.
Στις 31 Οκτωβρίου 1912 ο ελληνικός στρατός απελευθερώνει το Μέτσοβο. Είναι το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή.
Το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του 1912, σώματα εθελοντών Κρητών, καθώς και ένα απόσπασμα 340 περίπου οπλιτών του τακτικού στρατού, προωθούνται μέσω του θεσσαλικού χώρου στην ελληνοτουρκική μεθόριο που διέσχιζε τότε τα ανατολικά υψώματα του Μετσόβου.
Στις 31 Οκτωβρίου του 1912 τα ελληνικά σώματα, συνεπικουρούμενα από ανταρτικές ομάδες της Ηπείρου και Μετσοβιτών εθελοντών, επιτίθενται από τις 6 π.μ. κατά των τουρκικών φρουρών, οι οποίες αριθμούσαν 205 στρατιώτες και διέθεταν παράλληλα 2 κανόνια. Οι πυροβολισμοί διήρκεσαν ώς τις 4 μ.μ., οπότε υψώθηκε λευκή σημαία από τους εντός του φρουρίου του Μετσόβου πολιορκημένους Οθωμανούς στρατιώτες, προκειμένου να παραδοθούν.
Στις 5 Οκτωβρίου 1912 ξεκινά ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος.
Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος διεξήχθη ανάμεσα στους Συμμάχους (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο) και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σε ελάχιστους μήνες η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέρρευσε, χάνοντας το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών εδαφών της. Εντούτοις, η επιθυμία της Βουλγαρίας για μεγαλύτερα κέρδη, και κυρίως η δυσαρέσκειά της για την ουσιαστική απώλεια της Μακεδονίας, οδήγησε στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Αυτή τη φορά, εναντίον της Βουλγαρίας συμμάχησαν η Ελλάδα, η Σερβία, το Μαυροβούνιο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Ρουμανία. Ο νέος πόλεμος κράτησε μόλις ένα μήνα. Τελείωσε με επέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων που οδήγησε στην υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (Ιούλιος 1913). Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ξαναχάραξαν τον χάρτη της Βαλκανικής χερσονήσου. Τότε ιδρύθηκε το ανεξάρτητο αλβανικό κράτος. Η Σερβία προσάρτησε το Κόσοβο, το Νόβι Παζάρ και μέρος της Μακεδονίας. Ένα άλλο μέρος της απέκτησε εξάλλου η Βουλγαρία (την ονομάζει «Μακεδονία του Πιρίν»), ενώ η Ρουμανία πήρε τη νότια Δοβρουτσά. Η Ελλάδα κατέκτησε την Ήπειρο, μεγάλο μέρος της Μακεδονίας, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και την Κρήτη.
Το 1910 λοιμώδης επιδημική νόσος αποδεκατίζει τον πληθυσμό του Μετσόβου.
Σε επιστολή του, στις αρχές Ιουνίου 1910, ο Κ. Φούφας που διαμένει στα Τρίκαλα γράφει στον Δ. Τσανάκα στο Μέτσοβο: «Την οικογένειάν μου διστάζω να την στείλω αφού η ασθένεια τύφου δεν εξέλειπεν. Αυτό το οποίον γράφεις ότι δεν έπαθεν κανείς εκ τους δυναμένους και καλλώς συντιρουμένους, τι θέλω, να προσβληθή από ασθένειαν τύφου και να υποφέρη και άγνωστον και το τέλος; Εγώ να τους στείλω εις τα βουνά δια υγείαν περισσοτέραν και υγιεστάτους και να τους στείλω εις μεμολυσμένο μέρος ασθενείας δεν το κρίνω καλλόν και ως εκ τούτου θα κρατήσω εδώ την οικογένειαν ή ενδεχόμενον να την στείλω ή εις Βεδίστα ή εις Καστανιά (;)».
Κίνημα των Νεότουρκων.
Το κίνημα των Νεότουρκων ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη με πρωτοβουλία της Επιτροπής «Ένωση και Πρόοδος» και με βασικό σύνθημα «Ελευθερία, Ισότητα και Δικαιοσύνη». Βασικός στόχος ήταν η κατάλυση της απολυταρχίας του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β΄, η επαναφορά του Συντάγματος του 1876 και ο εκσυγχρονισμός του κράτους σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Επιπλέον, οι Νεότουρκοι επιδίωκαν τη διατήρηση της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ διακήρυσσαν την ισότητα και ισονομία όλων των πολιτών ανεξαρτήτως γλώσσας και θρησκεύματος. Το κίνημα των Νεότουρκων έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τις εθνότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, σύντομα οι Νεότουρκοι ξεκίνησαν να εφαρμόζουν ένα πρόγραμμα τουρκικού εθνικισμού με στόχο τη δημιουργία ενός εθνικά ομοιογενούς τουρκικού κράτους.
Ο Γεώργιος Αβέρωφ με τον θάνατό του, το 1899, αφήνει στο Μέτσοβο μεγάλο μέρος της περιουσίας του για τη λειτουργία των σχολείων, την κατασκευή υδραγωγείου, κρηνών και γέφυρας, για επισκευές δημόσιων δρόμων και ναών, δενδροφυτεύσεις, για τη συντήρηση νεκροταφείου, τη χορήγηση δωρεάν φαρμάκων σε όλους τους Μετσοβίτες, την προικοδότηση απόρων κοριτσιών και την αγορά βιβλίων για τη δημιουργία δημόσιας βιβλιοθήκης.
Γενικός έφορος των κληροδοτημάτων και των σχολείων ορίστηκε ο μεγάλος αδελφός τού Γεωργίου, Νικόλαος Μιχαήλ Αβέρωφ (Κολάκης του Χάλη).
Στις 2 Ιανουαρίου 1890 ξεκινά τη λειτουργία του το Αβερώφειο Σχολείο Μετσόβου (δωρεά Γεωργίου Αβέρωφ). Το σχολείο κάηκε κατά τον Εμφύλιο, τον Οκτώβριο του 1947, και στη θέση του χτίστηκε (το 1955, από το Ίδρυμα Τοσίτσα) το σημερινό Δημοτικό Σχολείο.
Ο Γεώργιος Αβέρωφ γεννήθηκε στο Μέτσοβο το 1815. Σε ηλικία 19 ετών έφυγε για την Αίγυπτο όπου δημιούργησε τεράστια περιουσία χάρη στο εμπόριο χουρμάδων, υφασμάτων, βαμβακιού κ.ά. Αναγνωρίστηκε ως μεγάλος ευεργέτης, επειδή με δικές του δωρεές κατασκευάστηκε σειρά έργων τόσο στην Αθήνα όσο και στο Μέτσοβο και στην ελληνική κοινότητα της Αιγύπτου. Με δικά του χρήματα αναμαρμαρώθηκε το Παναθηναϊκό Στάδιο, κτίστηκε η Σχολή Ευελπίδων, ανεγέρθηκαν οι ανδριάντες του Ρήγα Φεραίου και του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών και κατασκευάστηκε το περίφημο θωρηκτό Αβέρωφ. Πέθανε το 1899 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ο ανδριάντας του βρίσκεται στην είσοδο του Παναθηναϊκού Σταδίου.
Το 1885 ιδρύεται ρουμανικό σχολείο (με κληροδότημα του Μετσοβίτη Δημήτρη Καζάκοβιτς) για τη διδασκαλία της ρουμανικής γλώσσας. Η λειτουργία του υπήρξε διακεκομμένη. Κλείνει το 1901, με απόφαση της ρουμανικής κυβέρνησης, και επαναλειτουργεί το 1908 (στην οικία του Κύργου Τόπη). Το σχολείο καταστρέφεται την επομένη της απελευθέρωσης του Μετσόβου (1η Νοεμβρίου 1912) και το αρχείο του πυρπολείται.
Το λεγόμενο Κουτσοβλαχικό Ζήτημα υπήρξε ένα μειονοτικό ζήτημα που εμφανίστηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα σε συνδυασμό με την άνοδο των βαλκανικών εθνικισμών, μεταξύ των οποίων και του ρουμανικού. Με βασικό επιχείρημα τη συγγένεια της βλάχικης γλώσσας προς τη ρουμανική, η Ρουμανία διεκδικούσε ως ομοεθνείς τους βλάχικους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στις περιοχές της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας εκδηλώθηκε οξύς ανταγωνισμός με την Ελλάδα ως προς την ταυτότητα των πληθυσμών, με την ίδρυση ρουμανικών σχολείων και εκκλησιών. Ο ανταγωνισμός αυτός οξύνθηκε ιδιαίτερα στις αρχές του 20ού αιώνα (εποχή του Μακεδονικού Αγώνα) με τη δράση ελληνικών ανταρτικών ομάδων στην οθωμανική Μακεδονία, επεισόδια εναντίον Ελλήνων εγκατεστημένων στη Ρουμανία και, εν τέλει, διακοπή των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Ρουμανίας. Το Κουτσοβλαχικό Ζήτημα θα υποχωρήσει με τους Βαλκανικούς Πολέμους και την παραχώρηση από τον Βενιζέλο της ελεύθερης λειτουργίας ρουμανικών σχολείων και εκκλησιών στις περιοχές με βλάχικους πληθυσμούς που εντάχθηκαν στο ελληνικό κράτος. Εντούτοις, το ζήτημα θα λάβει νέα τροπή με την εμφάνιση ενός καινούργιου παράγοντα, του ιταλικού ιμπεριαλισμού, στη διάρκεια αφενός του Πρώτου και αφετέρου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Tο 1917 υποκινήθηκε από τον Αλκιβιάδη Διαμάντη, βλαχόφωνο δικηγόρο από τη Θεσσαλία, η ίδρυση μιας Βλάχικης «Δημοκρατίας της Πίνδου», χωρίς όμως διάρκεια. Το 1941-42 εξάλλου, η Ιταλία, ως κατοχική δύναμη, με τη συνδρομή πάλι του Αλκιβιάδη Διαμάντη, σχεδίαζε την ίδρυση του Αυτόνομου Κουτσοβλαχικού «Πριγκιπάτου της Ηπείρου» που θα περιελάμβανε την Πίνδο, τη δυτική Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Το σχέδιο θα ναυαγήσει οριστικά με την πτώση της Ιταλίας το καλοκαίρι του 1943.
Το 1881 γίνεται προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας στο ελληνικό κράτος.
Η υπόλοιπη Ήπειρος (και το Μέτσοβο) εξακολουθεί να ανήκει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το 1878, με αφορμή τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο, γίνεται εξέγερση στην Ήπειρο και παρατηρείται έκρηξη της ληστείας.
Ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος του 1877-78 υπήρξε μια από τις σοβαρότερες κρίσεις του Ανατολικού Ζητήματος και έληξε με ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η νικήτρια Ρωσία επέβαλε με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου τη δημιουργία μιας Μεγάλης Βουλγαρίας. Ωστόσο, με παρέμβαση της Βρετανίας και της Αυστροουγγαρίας, η Συνθήκη θα αναθεωρηθεί στο Συνέδριο του Βερολίνου. Η Ρουμανία, η Σερβία και το Μαυροβούνιο αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητα κράτη. Στη διάρκεια του πολέμου εκδηλώθηκαν εξεγέρσεις των Ελλήνων σε Ήπειρο, Θεσσαλία, Μακεδονία και Κρήτη, αλλά χωρίς αποτελέσματα. Εντούτοις, ως αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων στο Συνέδριο του Βερολίνου, θα παραχωρηθούν στην Ελλάδα, το 1881, η Θεσσαλία και η περιοχή της Άρτας.
To 1875 η περιοχή του Μετσόβου γίνεται μόνιμα καζάς και ταυτόχρονα έδρα καϊμακάμη (υποδιοικητή) και καδή (δικαστή). Έχει περίπου 6.000 κατοίκους.
Οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις στο οθωμανικό κράτος από το 1864 είχαν ως αποτέλεσμα την αλλαγή της ορολογίας στις διοικητικές διαιρέσεις και τα αντίστοιχα αξιώματα.
Η αυτοκρατορία διαιρείται σε βιλαέτια (νομαρχίες ή γενικές διοικήσεις), τα οποία χωρίζονται σε σαντζάκια, και αυτά σε καζάδες. Οι καζάδες, όπως ο καζάς του Μετσόβου, διοικούνται από καϊμακάμηδες, ο οποίοι διορίζονταν και παύονταν απευθείας από την Κωνσταντινούπολη.
Στη Στατιστική του 1895, τη μόνη δημοσιευμένη πηγή με αναλυτική καταγραφή του πληθυσμού της Ηπείρου τα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, ο καζάς του Μετσόβου ανήκει στο σαντζάκι Ιωαννίνων. Εκτός από τον κασαμπά (Χώρα) του Μετσόβου, περιλαμβάνει τρία ακόμα χωριά, το Ανήλιο, το Βουτονόσι και τη Μηλιά. Συνολικά, ο καζάς Μετσόβου αριθμεί 5.371 κατοίκους και 1.148 χανέδες (σπίτια).
Στις αρχές της δεκαετίας του 1870 ιδρύεται στη Χώρα Μετσόβου το «φαρμακείο Αβέρωφ», που χορηγεί δωρεάν φάρμακα σε όλους τους κατοίκους της πόλης και των περιχώρων, καθώς και στους στρατιώτες της τουρκικής φρουράς.
Σε επιστολή προς την Πύλη (Υπουργείο Εσωτερικών) στις 23 Απριλίου 1908, εκπρόσωπος του Βαλή Ιωαννίνων ζητά τα φαρμακευτικά υλικά που εισάγονται από την Ευρώπη και προορίζονται για το «φαρμακείο Αβέρωφ» να εξαιρούνται από τον τελωνειακό φόρο. Μεταξύ άλλων, η επιστολή αναφέρει:
«Σας απευθύνουμε συνημμένη την έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου Μετσόβου σχετικά με την αίτηση του Φαρμακείου Αβέρωφ, που παρασκευάζει και χορηγεί δωρεάν φάρμακα στο λαό και τους υπαλλήλους, να εξαιρεθούν τελωνειακών τελών τα φαρμακευτικά υλικά που εισάγει από την Ευρώπη. […] Το Διοικητικό συμβούλιο του Βιλαετίου [Ιωαννίνων] αιτείται λοιπόν προς το Υψηλό Υπουργείο Εσωτερικών αφενός, να εξασφαλιστεί η επίσημη άδεια του φαρμακείου και αφετέρου, να εγκρίνει την εξαίρεση τελωνειακών δασμών επί των απαραίτητων σε αυτό φαρμακευτικών υλικών καθώς και επί αυτών που θα του χρειαστούν στο μέλλον». (Başbakanlık Osmanlı Arşivi / Οθωμανικά Κρατικά Αρχεία, Κωνσταντινούπολη).
Το φαρμακείο φέρεται να λειτουργεί ήδη από το 1816, χορηγώντας δωρεάν φάρμακα σε φτωχούς Μετσοβίτες.
To 1867 η περιοχή του Μετσόβου γίνεται προσωρινά καζάς.
Ο καζάς ήταν διοικητική υποδιαίρεση του σαντζακιού και μπορεί να μεταφραστεί ως «επαρχία». Αρχικά δήλωνε μια περιοχή που ταυτιζόταν με τη δικαιοδοσία ενός καδή (ιεροδικαστή). Το 1864 όμως, με τον νόμο των βιλαετίων, ο καζάς παύει να συνδέεται με την ιεροδικαστική ιεραρχία. Η διοικητική μεταρρύθμιση του οθωμανικού κράτους ολοκληρώνεται το 1867, όταν ενώνονται τα πασαλίκια των Ιωαννίνων και των Τρικάλων σε ένα ενιαίο βιλαέτι των Ιωαννίνων.
To 1864-67 xτίζεται το κάστρο στο Μέτσοβο, το οποίο περιελάμβανε και τζαμί.
Μετά την απελευθέρωση του Μετσόβου, το 1912, το κάστρο σταδιακά καταστράφηκε και καλύφθηκε με χώμα, δημιουργώντας τον λόφο που μέχρι σήμερα είναι γνωστός ως «Κάστρο».
Πεθαίνει στην Αθήνα ο Μιχαήλ Τοσίτσας, που συγκαταλέγεται μεταξύ των εθνικών ευεργετών της Ελλάδας.
Γεννημένος στο Μέτσοβο το 1787, ο Μιχαήλ Τοσίτσας αναλαμβάνει, το 1806, μαζί με τα αδέλφια του το κατάστημα επεξεργασίας γουναρικών του πατέρα του στη Θεσσαλονίκη. Το 1820 εγκαθίσταται στην Αίγυπτο όπου, χάρη και στη γνωριμία του με τον αντιβασιλιά της Αιγύπτου, Μεχμέτ Άλή, αποκτά μεγάλη δύναμη και περιουσία. Ο Μιχαήλ Τοσίτσας υπήρξε ο πρώτος Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια, ενώ συνέβαλε στην ίδρυση της Ελληνικής Κοινότητας. Το 1854 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου και πέθανε, το 1856. Στη διαθήκη του άφησε μεγάλα ποσά για την αρωγή των φτωχών καθώς και για την ενίσχυση νοσοκομειακών, εκκλησιαστικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, όπως το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Αρσάκειο και το Πολυτεχνείο.
Το 1854, στη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου, εκδηλώνονται επαναστατικά κινήματα στην Ήπειρο υπό την ηγεσία του στρατηγού Θεόδωρου Γρίβα. Το Μέτσοβο διχάζεται μεταξύ των υποστηρικτών και των πολέμιων της επανάστασης. Με πρόσκληση των δεύτερων, θα επέμβουν τουρκικές δυνάμεις από τα Ιωάννινα, τον Μάρτιο του 1854, και μετά από τριήμερη σκληρή μάχη θα εξαναγκάσουν τον Γρίβα να εγκαταλείψει την πόλη. Το Μέτσοβο λεηλατείται και 400 σπίτια πυρπολούνται. Η καταστροφή θα μείνει γνωστή ως «ο Χαλασμός του Γρίβα».
Ο Θεόδωρος ή Θεοδωράκης Γρίβας (1797-1862) ήταν αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης και καταγόταν από την Πρέβεζα. Μετείχε ενεργά στην πολιτική ζωή του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, χωρίς όμως σαφή κομματική τοποθέτηση και αρχές. Το 1836 είχε στηρίξει τον Όθωνα και είχε καταπνίξει την εναντίον του εξέγερση στην Ακαρνανία, ενώ το 1862 επαναστάτησε ο ίδιος εναντίον του και κατέλαβε τη Βόνιτσα και το Μεσολόγγι. Όταν ξέσπασε ο Κριμαϊκός Πόλεμος*, πέρασε τα ελληνοτουρκικά σύνορα με σώμα ατάκτων και ετέθη επικεφαλής της εξέγερσης στην Ήπειρο. Η αντιπαράθεση του Γρίβα με τον Όθωνα έχει αποτυπωθεί στο δημοτικό τραγούδι «Γρίβα μ’ σε θέλει ο βασιλιάς».
*Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853-1856) ήταν μια σημαντική διεθνής σύρραξη ανάμεσα στη Ρωσία από τη μια πλευρά και την Αγγλία και τη Γαλλία από την άλλη, σε μια κρίση του Ανατολικού Ζητήματος. Όταν η Ρωσία επιτέθηκε εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Αγγλία και Γαλλία έσπευσαν να στηρίξουν τον Σουλτάνο. Ο πόλεμος έληξε με ήττα της Ρωσίας και είχε σοβαρές συνέπειες για την Ευρώπη, εφόσον οδήγησε στη διάλυση της Ιεράς Συμμαχίας και άλλαξε τις διεθνείς ισορροπίες. Είχε όμως επώδυνες συνέπειες και για την Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου εκδηλώθηκαν επαναστατικές κινήσεις για την απελευθέρωση της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, που κατέληξαν σε αποτυχία. Για να τιμωρηθεί η Ελλάδα και να εκβιαστεί η ουδετερότητά της, ο αγγλογαλλικός στόλος κατέλαβε τον Πειραιά και επέβαλε κατοχή / αποκλεισμό επί τρία χρόνια (1854-1857).
Πεθαίνει στη Χαλκίδα ο Νικόλαος Στουρνάρας, που συγκαταλέγεται μεταξύ των εθνικών ευεργετών της Ελλάδας.
Ο Νικόλαος Στουρνάρας γεννήθηκε το 1806 στο Μέτσοβο. Ήταν ανιψιός, από αδελφή, του εθνικού ευεργέτη Μιχαήλ Τοσίτσα. Μόλις τελείωσε τις σπουδές του στην ιδιαίτερη πατρίδα του, μετέβη στο Λιβόρνο της Ιταλίας όπου εργάστηκε στον εμπορικό οίκο των Τοσίτσα. Κατόπιν εστάλη στο Παρίσι για σπουδές στη Σχολή Εμπορίου και Βιομηχανίας. Μετά την αποπεράτωση των σπουδών του, εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια ως βοηθός του θείου του Μιχαήλ Τοσίτσα και στη συνέχεια ως διευθυντής του εμπορικού οίκου των Τοσίτσα. Προέβη στην αγορά μεγάλων κτημάτων στη Φθιώτιδα και παράλληλα έκανε σημαντικές δωρεές σε εκπαιδευτικά ιδρύματα και φιλανθρωπικά καταστήματα της Αλεξάνδρειας, των Αθηνών, καθώς και για τη θεμελίωση σχολείου στο Μέτσοβο. Το 1853 ήρθε στην Ελλάδα, για να ασχοληθεί με αναπτυξιακά έργα, όπου και πέθανε αιφνιδίως. Στη διαθήκη του αφήνει σημαντικά ποσά για αγαθοεργούς σκοπούς, για τα σχολεία του Μετσόβου και της Αλεξάνδρειας και για την ίδρυση Πολυτεχνικής Σχολής στην Ελλάδα.