Από τον Νοέμβριο μέχρι τον Μάιο, οι Μετσοβίτες μετακινούνταν με τα κοπάδια τους στα πεδινά βοσκοτόπια των Τρικάλων ή των Ιωαννίνων. Αυτή η επιλογή καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από το κλίμα: το χιόνι στα βουνά τον χειμώνα, και την έντονη ζέστη στις πεδιάδες το καλοκαίρι.
Η προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, το 1881, ύψωσε ένα σημαντικό τελωνειακό εμπόδιο ανάμεσα στα καλοκαιρινά και τα χειμερινά λιβάδια των κτηνοτρόφων του Μετσόβου. Επιπλέον, το Μέτσοβο ήταν ιδιαίτερα ευάλωτο στις επιδρομές ληστών που είχαν τη βάση τους στο ελληνικό έδαφος.
Παρόλ’ αυτά, το 1900 τα πρόβατα είναι ακόμα σημαντική ασχολία στο Μέτσοβο. Σε τηλεγράφημα προς την Πύλη (Γενική Επιθεώρηση των Βιλαετίων της Ρούμελης), ο οικονομικός επιθεωρητής Ιωαννίνων αναφέρει ότι το 1906 στον καζά του Μετσόβου καταμετρήθηκαν 1.587.153 πρόβατα.
«Η καταμέτρηση των προβάτων του καζά του Μετσόβου που επέστρεψαν από την Ελλάδα θα γίνει το Μάιο. […] Την παρούσα χρονιά, κατά την αρχική καταμέτρηση των προβάτων καταγράφηκαν ένα εκατομμύριο πεντακόσιες ογδόντα επτά χιλιάδες εκατόν πενήντα τρία [1.587.153] κεφάλια πρόβατα, που αντιστοιχούν σε φόρο επί των προβάτων (ağnam rüsûmu) έξι εκατομμυρίων τριακοσίων σαράντα οκτώ χιλιάδων εξακοσίων δώδεκα [6.348.612] χάλκινων νομισμάτων (guruş)».